Η πατριαρχία σκοτώνει – Η αστική δικαιοσύνη καλύπτει

Στις 25 Σεπτέμβρη 2020, εκδικάστηκε στα Χανιά η τρανσφοβική επίθεση (σωματική και λεκτική), που δέχτηκε η Ήβη Καΐσερλη πριν από τέσσερα περίπου χρόνια, στην Παλιά Πόλη. Η έδρα, της οποίας η σύνθεση ήταν αμιγώς γυναικεία, καταδίκασε τον έναν από τους δύο δράστες σε 12μηνη φυλάκιση με αναστολή άνευ ελαφρυντικών, αθώωσε τον δεύτερο με την αιτιολογία ότι δε συμμετείχε στη σωματική επίθεση και απέρριψε το αίτημα της Ήβης για προσβολή έμφυλης ταυτότητας (αντιρατσιστικός νόμος).

Προκειμένου να παραμερισθεί η προσβολή έμφυλης ταυτότητας, έδρα και υπεράσπιση προσπαθούσαν επιμελώς να αποφύγουν τις συνήθεις τακτικές δολοφονίας χαρακτήρα* του ατόμου που δέχτηκε την επίθεση. Απέτυχαν όμως παταγωδώς, επειδή η τρανσφοβία -όπως και η κάθε έκφανση της πατριαρχίας- δεν περιορίζεται σε μεμονωμένα περιστατικά σωματικής βίας από νταήδες. Τρανσφοβία αναπαράχθηκε καθ’όλη τη διάρκεια της δίκης: Ασκώντας πίεση στην Ήβη για να αποδείξει την προσβολή φύλου. Θέτοντας ήπιες ερωτήσεις και μητρικού τύπου παραινέσεις, από την εισαγγελέα στον δράστη. Παρουσιάζοντας την επίθεση ως διαφωνία μεταξύ μεθυσμένων και την ανταπάντησή της στη χλεύη ως πρόκληση της επίθεσης. Απαξιώνοντάς τη με την επανειλημένη χρήση του μικρού της ονόματος, του αρσενικού γένους χωρίς αυτό να διορθώνεται και της λέξης “ιδιαιτερότητα”, ως χαρακτηρισμός της τρανς ταυτότητάς της. Και βέβαια επικρίνοντάς τη για τη δημοσιοποίηση της επίθεσης εναντίον της στα τοπικά ΜΜΕ και στο διαδίκτυο, λες και όφειλε να αποσιωπήσει το γεγονός. Τα παραπάνω δεν αποτελούν τις μόνες φορές που η τρανσοβία αναπαράχθηκε μέσα στη δικαστική αίθουσα εκείνη τη μέρα, ούτε φυσικά είναι δυνατόν να αναλυθεί σε λίγες σειρές το εύρος όσων βίωσε η Ήβη.

Η αστική δικαιοσύνη δεν είναι παρά ένα από τα εργαλεία του συστήματος, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και δρα. Με την επίφαση της “ανεξάρτητης αρχής” δεν αναδεικνύει ούτε αντιτίθεται στις συστημικές καταπιέσεις, όπως ο σεξισμός, η τρανσφοβία, η ομοφοβία. Αντίθετα τις αναπαράγει και τελικά τις κανονικοποιεί, σε ένα εγκάθετο και άγονο θεατρικό παιχνίδι. Η υποτιθέμενη αντικειμενικότητά της στηρίζεται σε διαδικαστικά ζητήματα (αν στοιχειοθετείται η αντιρατσιστική διάταξη, αν θα παραστεί ο κατηγορούμενος, ποιες κατηγορίες πέφτουν λόγω κορωνοϊού, κτλ). Ταυτόχρονα, αναζητά τη μία και μοναδική αλήθεια, με βάση μία σχέση αιτίας και αποτελέσματος, σε ατομικό επίπεδο. Ο δράστης απειλείται με μια ποινή για τη στιγμιαία επίθεση του, χωρίς εκ των πραγμάτων να διερευνάται το σύνθετο πλαίσιο καταπιέσεων που οδήγησε σε αυτήν. Το βάρος της απόδειξης των γεγονότων πέφτει στο άτομο που δέχτηκε την επίθεση. Έτσι καλείται ξανά και ξανά να αποδείξει ότι δεν προκάλεσε, και επομένως ότι δεν υπέστη τις συνέπειες μιας δικής του “προβληματικής” συμπεριφοράς.

Η Ήβη Καΐσερλη στάθηκε τυχερή και επέζησε. Ο Ζακ Κωστόπουλος, η Ελένη Τοπαλούδη, ο Βαγγέλης Γιακουμάκης αλλά και ο Παύλος Φύσσας, ο Σαχζάτ Λουκμάν, ο Εμπούκα Μαμασουμπέκ, ο Πετρίτ Ζίλφε (και πόσων ακόμα των οποίων τα ονόματα δεν μάθαμε ποτέ), όχι. Όμως οι συστημικές καταπιέσεις δεν είναι θέμα τύχης.

Τέτοιες επιθέσεις είναι η έσχατη μορφή της βίας που χρησιμοποιείται ώστε να μη διαταραχθεί μία κοινωνία διαχωρισμών, έμφυλων, φυλετικών, ταξικών και όχι μόνο. Μία κοινωνία που αξιολογεί την κάθε ζωή διαφορετικά, ενώ επιτρέπει και νομιμοποιεί αυτή τη βία. Οι ζωές ατόμων τρανς, μεταναστών, οροθετικών, ομοφυλόφιλων αλλά και γυναικών, αντιμετωπίζονται σα να μην αξίζει να βιωθούν. Οι επιθέσεις εναντίον τους είναι δολοφονικές, άσχετα με το αποτέλεσμά τους.

Στις 21 Οκτώβρη εκδικάζεται η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου, γνωστού ακτιβιστή ΛΟΑΤΚΙ+ /  της Zackie-oh, γνωστής Drag Queen. Μία δολοφονία που δεν εκτελέστηκε μόνο από τους “κατηγορούμενους”, αλλά και από όλο τον κοινωνικό συρφετό, τον “φροντιστικό εκαβίτη”, όλους τους μπάτσους με τον “περίσσιο ζήλο”, τους τόσους παρόντες που δεν αντέδρασαν ποτέ. Η μιντιακή περιγραφή του περιστατικού, ως “θάνατος τοξικομανή από αυτοτραυματισμό”, ανατράπηκε όταν αποκαλύφθηκε η ταυτότητα του θύματος, ενώ όλη η λάσπη των ΜΜΕ περίτεχνα αναπροσαρμόστηκε στα καινούργια δεδομένα. Σε αυτό το ντεκόρ, το θεατρικό παιχνίδι της αστικής δικαιοσύνης είχε ήδη ξεκινήσει (απόκρυψη ενοχοποιητικών στοιχείων, συγκάλυψη, ελαφρά κατηγορητήρια, απόσυρση και ακύρωση μηνύσεων, απόρριψη αντιρατσιστικού νόμου, κτλ.), και θα συνεχιστεί χυδαία και απροκάλυπτα μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, με τους τρόπους που ήδη γνωρίζουμε καλά. Η αστική δικαιοσύνη θα αντιμετωπίσει εκ προοιμίου την υπόθεση σε ατομικό επίπεδο, χωρίς να συμπεριλάβει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που επέτρεψαν στους δράστες να δολοφονήσουν επίμονα τον Ζακ. Δε θα αναδείξει ότι μια τέτοια επίθεση στηρίζεται και θρέφεται από την κοινωνία των ανισοτήτων και δεν εμφανίζεται σαν πυροτέχνημα.

Σε μια πραγματικότητα που αποσιωπάται, ο αγώνας για την ορατότητα δεν ξεκινάει ούτε τελειώνει σε αποφάσεις δικαστηρίου.

Στεκόμαστε ενάντια στην πατριαρχία σε καθημερινή βάση στον δρόμο, στο σπίτι, στη δουλειά, στην παρέα, στο σχολείο.

Κανένα μόνο του
Αλληλεγγύη στην οικογένεια και στα συντρόφια του Ζακ

 

* Η επίθεση στην προσωπικότητα του ατόμου, με σκοπό την υπονόμευση της θέσης του, συχνά χρησιμοποιώντας επιχειρήματα άσχετα και αβάσιμα με το ζήτημα καθ’ αυτό.